επιρροπή

επιρροπή
η (Α ἐπιρροπή) [επιρρέπω]
κλίση, ροπή, γέρσιμο προς κάποια κατεύθυνση, όπως τής πλάστιγγας
νεοελλ.
(για πυροβόλα) η διαφορά τού βάρους τού ενός άκρου τού σωλήνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”